χρυσόδετος — χρῡσόδετος , χρυσόδετος bound with gold masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσόδετος — η, ο 1. για βιβλία, αυτός που φέρει στο κάλυμμά του χρυσά κοσμήματα ή γράμματα. 2. για πολύτιμους λίθους, χρυσοκόλλητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μπενάκειο — Το Μπενάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο στεγάζεται σε μια οικία που χτίστηκε το 1742 και είναι από τα πιο αξιόλογα ιστορικά κτίρια της Καλαμάτας (Παπάζογλου 6). Το κτίριο δωρήθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία από τον Αντώνιο Μπενάκη, ιδρυτή του ομώνυμου… … Dictionary of Greek
χρυσόδετον — χρῡσόδετον , χρυσόδετος bound with gold masc/fem acc sg χρῡσόδετον , χρυσόδετος bound with gold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίχρυσος — ον, ΜΑ επιχρυσωμένος αρχ. χρυσόδετος, χρυσοδεμένος … Dictionary of Greek
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek
χρυσοκατάδετος — ον, Μ χρυσόδετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κατάδετος] … Dictionary of Greek
χρυσομίτρης — και χρυσεομίτρης, ὁ, και δωρ. τ. χρυσομίτρας και χρυσεομίτρας, θηλ. χρυσομίτρη και χρυσεομίτρα, Α 1. (το αρσ. ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που φορεί χρυσή μίτρα 2. χρυσόδετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + μίτρης (< μίτρα / μίτρη),… … Dictionary of Greek
χρυσόκολλος — ον, Α χρυσόδετος («κώπην χρυσόκολλον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κολλος (< κόλλα), πρβλ. ὀστεό κολλος] … Dictionary of Greek
χρυσοδέτοις — χρῡσοδέτοις , χρυσόδετος bound with gold masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)